- λαιψηροδρόμος
- λαιψηροδρόμος, -ον (Α)αυτός που τρέχει γρήγορα, ταχύς («λαιψηροδρόμον Ἀχιλλήα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιψηρός + δρόμος (πρβλ. ευθυ-δρόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαιψηροδρόμον — λαιψηροδρόμος swift running masc/fem acc sg λαιψηροδρόμος swift running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)